- κρατιστεία
- κρᾰτιστ-<ε>ία, ἡ, the rank ofA excellency, POxy.1204.15 (iii/iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατιστ(ε)ία — κρατιστ(ε)ία, ἡ (Α) υπεροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρατιστία < κράτιστος, ενώ ο τ. κρατιστεία < κρατιστεύω] … Dictionary of Greek